Ένα διήγημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου (9/12/1867 − 14/1/1951), με αφορμή τα 66 χρόνια από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή
«- Μάντσια που θ’ αφήση μεμόρια! φώναξε κατενθουσιασμένος ο Κέκος ο Λαγάτορας (και στη γλώσσα του μάντσια έλεγε τη φάρσα).
– Μωρέ μπράβο, Μίμη! φώναξε με τον ίδιο ενθουσιασμό κι ο Μπάμπης ο Μπαρζός, καλά τη σοφίστηκες!
Ο Μίμης ο Δαργόνας καμάρωνε.
– Μα για συλλογισθήτε, είπε. Να γυρίση τη νύχτα στο σπίτι του και να μην εύρη πόρτα για να μπη! Αφαντη η πόρτα του σπιτιού του! Νάξερα πώς θα του φανή και τι θα κάμη στο μεθύσι του;
Αλήθεια, ήταν η καλύτερη φάρσα απ’ όσες είχε σοφιστή ως τότε η μουρλοπαρέα εκείνη – οι τρεις Ζακυνθινοί φίλοι, τα ζιζάνια, οι «ξεκληρίες», που δεν ζούσαν παρά για να κάνουν φάρσες, μάντσιες, και προπάντων του Γερολυμάκη του Μπαλωμένου, που ήταν το συχνότερο θύμα τους.
Η συνέχεια εδώ
«- Μάντσια που θ’ αφήση μεμόρια! φώναξε κατενθουσιασμένος ο Κέκος ο Λαγάτορας (και στη γλώσσα του μάντσια έλεγε τη φάρσα).
– Μωρέ μπράβο, Μίμη! φώναξε με τον ίδιο ενθουσιασμό κι ο Μπάμπης ο Μπαρζός, καλά τη σοφίστηκες!
Ο Μίμης ο Δαργόνας καμάρωνε.
– Μα για συλλογισθήτε, είπε. Να γυρίση τη νύχτα στο σπίτι του και να μην εύρη πόρτα για να μπη! Αφαντη η πόρτα του σπιτιού του! Νάξερα πώς θα του φανή και τι θα κάμη στο μεθύσι του;
Αλήθεια, ήταν η καλύτερη φάρσα απ’ όσες είχε σοφιστή ως τότε η μουρλοπαρέα εκείνη – οι τρεις Ζακυνθινοί φίλοι, τα ζιζάνια, οι «ξεκληρίες», που δεν ζούσαν παρά για να κάνουν φάρσες, μάντσιες, και προπάντων του Γερολυμάκη του Μπαλωμένου, που ήταν το συχνότερο θύμα τους.
Η συνέχεια εδώ